Είχαμε μείνει στο σημείο όπου ο πρωτομάστορας καταδικάστηκε σε ατιμωτικό θάνατο και απαγχονίστηκε ντυμένος κολομπίνα.
Την ίδια ημέρα διορίστηκε δεύτερος πρωτομάστορας, πιο μεθοδικός. Αυτός, για να στεριώσει το λαγούμι, έπιασε κι έχτισε μέσα τη γυναίκα του και για μεγαλύτερη σιγουριά, έχτισε παραδίπλα και τη μάνα της. Οι εργάτες έβαλαν πάλι μπροστά, μόνο που τώρα πήγαιναν πιο μελετημένα κι έσκαβαν με προσοχή. Και το λαγούμι στέριωσε κι όλα έγιναν όπως έπρεπε.
Όλα εκτός από ένα. Γιατί εκεί κάτω, στα έγκατα της γης, οι σκαφτιάδες έχασαν τον προσανατολισμό τους κι έτσι, αντί η στοά να οδηγεί στη λίμνη, όπου οι βάρκες θα περίμεναν να σώσουν τον άρχοντα, η έξοδός του φτιάχτηκε τελείως ανάποδα και έχασκε δίπλα στην κεντρική πύλη, μέσα στο στόμα του λύκου δηλαδή, σε περίπτωση πολιορκίας. Ο πρωτομάστορας ανέλαβε τις ευθύνες του. Είπε και τράβηξαν τις βάρκες στη στεριά και τις έδεσαν σε ένα δέντρο δίπλα στην πύλη, ώστε τουλάχιστο το σχέδιο της διαφυγής από εκεί και ύστερα να πηγαίνει ρολόι. Έπειτα φόρεσε τη στολή της κολομπίνας και κρεμάστηκε από μόνος του.
Ο τρίτος πρωτομάστορας ήταν ανύπαντρος. Έβαλε λοιπόν κι έχτισαν μια γειτόνισσά του, που είχε το συνήθειο να ρίχνει βρομόνερα μπροστά στην πόρτα του. Και το λαγούμι της σωτηρίας, το όνειρο τόσων και τόσων αρχόντων, φτιάχτηκε κατά πως έπρεπε: γερό και με έξοδο στη λίμνη.
Ο τρίτος πρωτομάστορας ήταν ανύπαντρος. Έβαλε λοιπόν κι έχτισαν μια γειτόνισσά του, που είχε το συνήθειο να ρίχνει βρομόνερα μπροστά στην πόρτα του. Και το λαγούμι της σωτηρίας, το όνειρο τόσων και τόσων αρχόντων, φτιάχτηκε κατά πως έπρεπε: γερό και με έξοδο στη λίμνη.
Τότε οι προύχοντες και οι ιερείς ζήλεψαν. Είπαν «γιατί μονάχα ο άρχοντας και όχι κι εμείς;». Άρχισαν λοιπόν να ανοίγονται δεξιά και αριστερά από το κεντρικό λαγούμι κι άλλα μικρότερα και σε λίγα χρόνια η πολιτεία γέμισε από κάτω της στοές, μπερδεμένες σαν κουβάρι.
Η ζωή όμως τα φέρνει έτσι, ώστε κι ο μεγαλύτερος κόπος μπορεί να αποδειχτεί στην πράξη άσκοπος. Ποτέ Βατραχοκαστριώτης δε χρειάστηκε να αφήσει αλαφιασμένος το σπιτικό του και να χωθεί άρον άρον στα έγκατα της γης. Πόδι εχθρικό δεν πάτησε ποτέ στο Βατραχόκαστρο. Έτσι, όταν η τέχνη του πολέμου είχε προοδεύσει τόσο, ώστε οι πολιορκίες ήταν άνευ ουσίας και συγκεκριμένα επί δημαρχίας του Θεμιστοκλή Πομφόλυγα του πρεσβύτερου -παππού του σημερινού δημάρχου- τα λαγούμια άλλαξαν χρήση και οι άλλοτε οδοί διαφυγής των πολιτών, φυγαδεύουν μόνον όσα όλοι μας θέλουμε να διώξουμε μακριά μας.